- θεωρικῶς
- θεωρικόςofadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεωρικός — θεωρικός, ή, όν (ΑΜ) [θεωρός] μσν. καταρτισμένος, μορφωμένος σε θέματα πίστεως αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεωρία, στην πανηγυρική αποστολή θεωρών, ο εορταστικός 2. αυτός τον οποίο χρησιμοποιούν οι θεωροί 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek